- φόλης
- ὁ, Αβλ. φόλλις.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φόλλις — εως, ὁ, ΜΑ, και φόλις, ὁ, και φόλλη, ἡ, Μ, και φόλης και φόλλος Α (βυζ.) επαργυρωμένο χάλκινο νόμισμα που καθιερώθηκε στις αρχές τού 4ου αιώνα και ήταν ισοδύναμο με το 1/24 τού μιλιαρισίου μσν. απροσδιόριστο χρηματικό ποσό αρχ. 1. φυσερό 2. φόρος … Dictionary of Greek